- τρύπιος
- [трипьёс] επ. дырявый, порванный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τρύπιος — και διαλ. τ. τρούπιος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια») 2. (κατ επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει… … Dictionary of Greek
τρύπιος, -ια, -ιο — που έχει τρύπα ή τρύπες, τρυπητός: Τρύπια τσέπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπήεις — ὀπήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… … Dictionary of Greek
τρυπιοχέρης — και τρυποχέρης και τρουποχέρης, α, ικο, Ν εξαιρετικά σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
τρυπητός — ή, ό 1. τρυπημένος, τρύπιος. 2. το θηλ. ως ουσ., τρυπητή κουτάλα με τρύπες για το σερβίρισμα μακαρονιών κτλ. 3. το ουδ. ως ουσ., τρυπητό, το μαγειρικό σκεύος με τρύπες για το στράγγισμα φαγητών, το σουρωτήρι, το στραγγιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)